Το βράδυ ήμασταν τυχεροί και πετύχαμε ανοικτή την ταβέρνα που μας είχε προτείνει η Heather την πρώτη μέρα. Δεν ήταν κάτι παραπάνω από μια ξύλινη καλύβα (όπως όλα τα κτίρια του νησιού) με έναν μικρό κήπο πάνω στο δρόμο. Ο σύζυγος έψηνε σε μια ψησταριά φτιαγμένη από ένα κομμένο βαρέλι (εκεί δεν έχουνε φτάσει στους θερμοσίφωνες ακόμα) και η σύζυγος σερβίριζε και προετοίμαζε τις σαλάτες και τα ρύζια στην κουζίνα, όλα αυτά στο μισοσκόταδο γιατί δεν είχε ηλεκτρικό φως στον κήπο.
Η Ματίνα έφαγε barracuda στα κάρβουνα που ήταν πολύ καλό και εγώ δοκίμασα πάλι την τύχη μου στον αστακό, μικρός αλλά καλός. Ήπιαμε και μερικές τοπικές μπύρες Belikin που ήταν ότι πρέπει για μια ήσυχη τροπική βραδιά ακούγοντας ρέγκε.
Ήταν το πιο ευχάριστο και απολαυστικό μας γεύμα στο Caye Calker.
Το τελευταίο μας πρωί σε αυτό το ανέμελο και τεμπέλικο νησί το περάσαμε βολτάροντας για τελευταία φορά τον μοναδικό δρόμο του νησιού. Πήγαμε και στο ταχυδρομείο, που επιτέλους είχε ανοίξει, για να στείλουμε τις κάρτες μας, η ταχυδρόμος μου είπε ότι σε 7 μέρες θα έχουνε φτάσει, δεν την πολύπίστεψα.
Μπήκαμε στην ίδια βάρκα για το δρόμο της επιστροφής, κατά τη διάρκεια του οποίου ο καπετάνιος είχε πιο πολλά κέφια και άρχισε να μας κάνει ξενάγηση δείχνοντας τις διάφορες καλύβες των ψαράδων αστακού. Κατά τη σαιζόν ψαρέματος του αστακού οι ψαράδες μένουν σε αυτές τις υπερυψωμένες από την επιφάνεια του νερού καλύβες, που στηρίζονται σε 4 πασσάλους, για να προστατεύονται από την παλίρροια.
Λίγο πιο κάτω είδαμε ένα καταπράσινο νησί με γκαζόν και γήπεδο του γκολφ, ήταν τόσο αφύσικο το όλο σκηνικό σαν να το είχε μεταφέρει κανείς ατόφιο από τη Βόρειο Αμερική. Μάθαμε ότι ήταν το Caye Chapel Golf Club ένα πολυτελέστατο θέρετρο που το έφτιαξε ένας αμερικάνος από το Kentucky. Πριν περάσει σε αμερικάνικα χέρια το νησί ήταν το κέντρο αναψυχής του Βρετανικού στρατού στη περιοχή (κάτι σαν ΚΑΥΥ δηλαδή). Εκτός από γήπεδο γκολφ, τένις και ολυμπιακή πισίνα είχε και διάδρομο για αεροπλάνα, έτσι ώστε οι πελάτες να έρχονται κατευθείαν με τα τζετ τους από το βορά, αυτή είναι ζωή!
Φτάσαμε στο water taxi terminal στο Belize City και ο Ben με τον Russ πήγαν να φέρουν την Amber από το γκαράζ που την είχαμε αφήσει. Εγώ είχα 30 λεπτά να ψάξω για βιντεοκασέτες, που μου είχανε τελειώσει, στα κοντινά μαγαζιά. Ένω η υπόλοιπη Belize είναι μια φιλήσυχη χώρα το Belize City είναι ιδιαίτερα κακόφημο και όλοι οι ταξιδιωτικοί οδηγοί συμβουλεύουν την αποφυγή του. Είχα τα μάτια μου 500 όσο έψαχνα για κάποιο μαγαζί με ηλεκτρονικά, με πλησιάσανε διάφοροι για να μου πουλήσουνε πράματα, αλλά πια είχα πάρει τον αέρα των πλανόδιων και δεν είχα κανένα πρόβλημα. Εκεί που είχα πρόβλημα ήταν στο να βρω κασέτες κατάλληλες για την DV κάμερα μου, ήταν πολύ «προχωρημένη» και δεν είχαν τα μαγαζιά.
Απογοητευμένος γύρισα στο water taxi terminal για να βρω τους άλλους.
Σχολιάστε