Φτάνοντας στο San Cristóbal πήγαμε πρώτα να δώσουμε τα ρούχα μας για πλύσιμο και μετά για siesta (δοκιμάζουμε όλα τα τοπικά έθιμα). Ξεκουραστήκαμε στο ωραίο κρεβατάκι μας και το βράδυ βγήκαμε όλοι μαζί σε ένα εστιατόριο που ήξερε ο αρχηγός μας ο Russ.
Λεγότανε Salsa Verde και ήτανε μερικά στενά από το zocalo. Μας περηφανεύτηκε ότι δεν το έχει το Lonely Planet παρόλο που είναι καλό και φτηνό άρα είναι εγγύηση ότι δεν θα ακριβύνει και δεν θα χαλάσει την κουζίνα του.
Είχε δίκιο ο αρχηγός (δουλειά του ήταν άλλωστε), το μαγαζί ήταν μια taceria, έκανε τάκος με διάφορα γεμίσματα. Οι σεφ ετοίμαζαν το κάθε γέμισμα πάνω σε καυτή πλάκα όπως το γιαπωνέζικο τεπαναγιακι. Ήτανε από τα καλύτερα γεύματα που φάγαμε στο Μεξικό. Στην συνέχεια οι άγγλουρες συνέχισαν την μπυροκατάνυξη, εμείς σκεπτόμενη το πρόγραμμα της επόμενης μέρας πήγαμε για ύπνο.
Tο επόμενο απόγευμα και περιφερόμασταν στην πόλη απολαμβάνοντας την ατμόσφαιρα που ήταν κοσμοπολίτικη αλλά και διαφορετική συνάμα. Η ώρα της απογευματινής βροχής πλησίαζε και είπαμε να μπούμε όπου βρούμε για να την γλιτώσουμε. Για καλή μας τύχη μπήκαμε στο La Galería, που είναι η έπαυλη του Diego de Mazariegos Ισπανού ιδρυτή της πόλης τον 16ο αιώνα. Σε άψογο αρχοντικό-αποικιακό στυλ με τα αίθρια της και τα εξωτικά φυτά της, η έπαυλη είχε χώρους για μπαρ, εστιατόριο και γκαλερύ. Απολαύσαμε τις Margueritas μας σε αναπαυτικές πολυθρόνες κάτω από το σκέπαστρο, ενώ έξω έριχνε τροπικά καρεκλοπόδαρα.
Απ’ ότι φαίνεται δεν είναι μόνο τα ελληνικά νησιά γεμάτα γκαλερυ, είδη δώρων και κοσμηματοπωλεία, το San Cristóbal ήταν τίγκα και η πλάκα είναι ότι σε όλα τα κοσμηματοπωλεία μιλάγανε ιταλικά, το καταλάβαμε γιατί συνέχεια μας λέγανε Ciao και Buonjorno.
Σχολιάστε