Η σιδηροδρομική γραμμή που διασχίζει αυτό το τοπίο είναι μια από της πλέον διάσημες στο κόσμο, όχι μόνο γιατί οι Μεξικάνοι κατάφεραν να τελειώσουν αυτό το θαύμα της μηχανικής, αλλά και γιατί σε πολλά σημεία οι γραμμές του τραίνου είναι στην κυριολεξία στο χείλος του γκρεμού. Τους πήρε λίγο καιρό βέβαια, ίσως αν το είχαν εντάξει και αυτοί στα έργα της Ολυμπιάδας του Μεξικού να είχε τελειώσει λίγο νωρίτερα, σαν τα δικά μας!
Οι Μεξικανικοί σιδηρόδρομοι πρακτικά διαλύθηκαν τη δεκαετία του 90 όταν ιδιωτικοποιηθήκαν. Τα μόνα δυο τραίνα που μεταφέρουν πια επιβάτες είναι αυτό που θα επιβιβαζόμασταν σε λίγο και το Tequila Express στην Guadalajara, για το οποίο μπορείτε να διαβάσετε σε προσεχές post.
Το τραίνο σε έντονο πράσινο χρώμα (όπως οι φανέλες της Εθνικής Μεξικού), ήταν καθαρό και προσεγμένο αν και με έντονο ρετρό στυλ. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν έχει ανακαινισθεί από τότε που ξεκίνησε. Οι υπάλληλοι του τραίνου είχαν επίσης βαθυπράσινες/κυπαρισσί στολές με επίσης έντονο ρετρό στυλ, και ύφος σαν τα κυριλέ γκαρσόνια στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’60, μαζί με τη περιστασιακή μουστάκα (λες και ζούσα για να ξέρω…)
Οι θέσεις μας ήταν ιδιαίτερα μαλακές και αναπαυτικές με πολύ χώρο για τα πόδια, τελικά μπορεί το επίγειο ταξίδι να είναι χρονοβόρο σε σχέση με το αεροπλάνο, αλλά τουλάχιστον κάθεσαι αναπαυτικά.
Ο Jose μας είχε συμβουλεύσει να κλείσουμε αμέσως θέση για πρωινό γιατί η τραπεζαρία έχει μόνο 42 θέσεις οι οποίες κλείνουν πολύ γρήγορα, ακολουθήσαμε την συμβουλή του και δεν το μετανιώσαμε.
Μια ώρα μετά την αναχώρηση του τραίνου, στις 7πμ ήμασταν καθισμένοι στην τραπεζαρία του τραίνου απολαμβάνοντας τα huevos rancheros [1]μας και ρίχνοντας ρομαντικές ματιές ο ένας στον άλλον ανάμεσα από τα, επίσης ρετρό, πλαστικά λουλούδια που είχε το τραπέζι μας.
Μια ανυσηχία είχε αρχίσει να δημιουργείται σχετικά με την ποικιλία του μεξικάνικου φαγητού κυρίως στον τομέα του πρωινού. Καθώς το μενού είχε παραλαγές των ίδιων συστατικών: αυγών, φασολιών (frijoles) και τορτίλας.
Μετά τον αρχικό ενθουσιασμό με το τραίνο η θέα έξω άρχισε να γίνεται μονότονη.
Η γνωστή φυσιοδίφης-αρχιτέκτων Ματίνα δήλωσε ότι το τοπίο μοιάζει αρκετά με του Ξυλοκάστρου όπως και όλης της Ελλάδας άλλωστε, με εξαίρεση τους τεράστιους κάκτους και τους ινδιάνους που θα βλέπαμε αργότερα.
Μετά από 3 ώρες όμως περάσαμε τα προκαταρκτικά και μπήκαμε στο «κυρίως πιάτο» όταν πλησιάζαμε στο Divisadero, ένα από τα μεγάλύτερα χωριά του Barranca del Cobre μαζί με το Kreel. Στο Divisadero έκανε στάση το τραίνο 15 λεπτά για να βγουν οι επιβάτες και να βγάλουν φωτογραφίες από την άκρη του γκρεμού που απέχει μόνο 10 σκαλοπάτια από το σταθμό του τραίνου.
Στο πλάτωμα γύρω από το σταθμό περιμένουν οι ντόπιοι ινδιάνοι να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Οι γυναίκες με τα παιδιά τους παρά πόδα ή κρεμάμενα από την πλάτη μαγείρευαν τορτίλες σε ξυλοφουφούδες ή πουλούσαν σουβενίρ που είχαν φτιάξει οι ίδιες (καμία πιθανότητα να τα είχαν πάρει χοντρική από Κίνα).
Εμάς φουσκωμένοι ακόμα από τα huevos rancheros αλλά και με την προοπτική του προπληρωμένου μεσημεριανού στο ξενοδοχείο μας, δεν τολμήσαμε να δοκιμάσουμε τίποτα από τα τάκος και τορτίλες τον ινδιάνων παρόλο που φαινόντουσαν πολύ καλα.
Οι Tarahumaras [2]λοιπόν είναι οι αυτόχθονες ιθαγενείς του Barranca del Cobre, ζούνε σε μια άλλη εποχή και αυτό μπορεί να φανεί (εκτός των άλλων), από τα πραγματικά πρωτόγονα χειροτεχνήματα τους. Είναι διάσημοι δρομείς αποστάσεων και φημολογείται ότι ο προσφιλής τους τρόπος για να κυνηγήσουν ελάφια είναι να το ακολουθούν για μέρες μέχρι να πέσει ξερό από την κούραση. Αυτό που δεν ξέρω είναι πόσο λιπάκι θα έχει μένει στο δύσμοιρο Bambi αν το έχουν τρέξει μέχρι θανάτου.
Σχολιάστε